- ομορφονιός
- ομορφονιός, ο και μορφονιός, ο θηλ. -ιάόμορφος νέος, παλικάρι, λεβέντης· ομορφονιά και μορφονιά, η, ωραία κοπέλα, όμορφη κόρη: ...Η μορφονιά που κάποτε αγαπούσαμε, προσμένει το φτωχό καραβοκύρη (Πορφύρας).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.